Γράφει ο Ι. Γ. Ασημακόπουλος
Και να! Ο Ήλιος πάλι πέρασε από τον Εαρινό Ισημερινό. Πρώτη μέρα της Άνοιξης. Η Περσεφόνη επέστρεψε στη μητέρα της. Η μέρα σταθερά υπερισχύει του σκότους. Η Φύση ξυπνάει από τη χειμερία νάρκη της. Η Άνοιξη φουριόζα μπαίνει ξανά στη ζωή μας να την αλλάξει, να την ομορφύνει, να της δώσει χρώματα κι αρώματα. Χθες εμφανίστηκε το πρώτο χελιδόνι. Όμως «ένα χελιδόνι φέρνει την Άνοιξη»;
Ποια Άνοιξη; Μπορεί να έρθει Άνοιξη σε μια χώρα που είναι σε διαρκή χειμέρια νάρκη; Σ’ ένα κράτος που δεν πιάστηκε ο φονιάς του δημοσιογράφου που ’γραφε αλήθειες; Ο φονιάς του Ιάσωνα; Του Γιώργου; Του Σήφη; Των 57 των Τεμπών;
Σ΄ ένα κράτος που δεν πιάστηκαν ποτέ οι 200 βιαστές της 12χρονης και για τον προαγωγό προτείνεται αθωότητα; Που οι παιδεραστές εκτίουν την ποινή στο σπίτι τους και η μαφία οργιάζει εκτελώντας μέρα μεσημέρι στη μέση του δρόμου;
Μήπως ζω σ’ ένα κράτος κλέφτη; Μαφιόζο; Απατεώνα; Δεν ξέρω… Δουλεύω και φορολογούμαι για να έχω Υγεία. Παιδεία. Καθαρή πόλη. Δρόμους. Πάρκα. Πλατείες. Παιδικές χαρές. Νηπιαγωγεία. Στάδια. Για να νοιώθω ασφάλεια. Για να κοιμάμαι με το παράθυρο ανοιχτό τα καλοκαίρια και να με τυλίγουν τα αρώματα από τα γιασεμιά και τις γαζίες. Όμως δεν έχω τίποτα, κι αν τολμήσω να διαμαρτυρηθώ, στην καλύτερη θα φάω το ξύλο της αρκούδας από τους ροπαλοφόρους φύλακες της «έννομης τάξης», αν δεν με σύρουν… ιδιαιτέρως, να με συνετίσουν.
Ποια μπορεί να είναι η τύχη μιας χώρας που τα ΜΑΤ δέρνουν ανηλεώς τους φοιτητές που ζητούν καλύτερη παιδεία; Που ονειρεύονται καλύτερο μέλλον;
Από τα φορολογημένα μου, αγοράζω ψωμί, λάδι, φακές, γάλα, για τα οποία φορολογούμαι ξανά. Πληρώνω διόδια για να κυκλοφορώ στους δρόμους που πλήρωσα να κατασκευαστούν, αλλά και τέλη κυκλοφορίας για να… κυκλοφορώ!
Χτίζω σπίτι από τα φορολογημένα μου, και πληρώνω ξανά φόρο για τα υλικά, τα εργατικά, την άδεια, «τα κέρατα τους τα δίφορα». Και όταν δώσει ο Θεός και μπω μέσα, πληρώνω χαράτσι. Για το χρέος.
Σαν αρρωστήσω πληρώνω ιδιώτη γιατρό, γιατί το ραντεβού στο δημόσιο νοσοκομείο -που πληρώνω για να έχω περίθαλψη- είναι για μετά θάνατον. Αναπνέω, φορολογούμαι. Πεθαίνω, φορολογούμαι. Για το χρέος.
Πουλήθηκε η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, ο ΟΣΕ, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα νερά, τα βουνά, οι πεδιάδες, τα ποτάμια. Για το χρέος.
Μου κόψανε τη σύνταξη, τα δώρα, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα. Μου στερήσανε τη χαρά να κάνω ένα δώρο στα παιδιά ή στα εγγόνια μου. Μου αυξήσανε το όριο συνταξιοδότησης, γιατί ζούσα πολλά χρόνια και με βάλανε να δουλεύω μέχρι να πεθάνω. Για το χρέος.
Με είπανε τεμπέλη και μου κόψανε το μεροκάματο. Μου κόψανε την άδεια, το ρεπό. Κατάργησαν το οκτάωρο. Δουλεύω σαν είλωτας ήλιο με ήλιο. Με πέταξαν στην ανεργία και στην ημιαπασχόληση. Για το χρέος…
Την ίδια ώρα που εγώ εξαθλιώνομαι, οι επιβήτορες της εξουσίας και οι κολλητοί τους, οι «στυλοβάτες» του Έθνους δηλαδή, θησαυρίζουν ανερυθρίαστα σε βάρος μου. Για το χρέος…
Και τα λεφτά του χρέους τι γίνανε ρε; Ξέρω, θα μου πείτε πως μαζί τα φάγαμε. Είσαστε μανούλες σ΄ αυτά… Μου δημιουργείτε τύψεις και ενοχές πως κι εγώ φταίω. Ναι! Φταίω που σας ανέχομαι…
Μπαίνετε στο σπίτι μου… Στο σαλόνι μου… Ο «μεγάλος αδερφός» σε δράση… Ανεξέλεγκτος… Πληρωμένοι κονδυλοφόροι και μίσθαρνα παπαγαλάκια ξεπλένουν νυχθημερόν το μυαλό μου. Με θέλετε πιόνι… Αντιστέκομαι…
Η Δημοκρατία φαίνεται να έκανε τον κύκλο της και πεθαίνει εδώ, στη χώρα που γεννήθηκε. Τότε, έλαμπαν οι Παρθενώνες. Τώρα πνέει τα λοίσθια ασφυκτιώντας στις αναθυμιάσεις των ανθρώπινων ψυχικών αποβλήτων.
Ψάχνω τη Δικαιοσύνη. Στο σχολείο μου είπαν πως είναι τυφλή για να είναι Δίκαιη. Αδέκαστη. Εγώ τη βλέπω σε κώμα. Μια κοινωνία καταρρέει όταν πεθάνει η Δικαιοσύνη. Μήπως έχει ήδη πεθάνει; Μήπως γι αυτό βλέπω γύρω συντρίμμια;
Μέσα σ’ όλα, ο αέναος κύκλος του χρόνου. Ήρθε πάλι η Άνοιξη. Λίγες μέρες μετά την καύση του καρνάβαλου, θα γιορτάσω ξανά την εθνική παλιγγενεσία. Στις παρελάσεις θα προσπαθήσω να αισθανθώ υπερηφάνεια για μια επανάσταση που απέτυχε, αφού στο τέλος υπερίσχυσαν εκείνοι που την πολέμησαν με λύσσα.
Θα ακούσω βαρύγδουπες δηλώσεις από τους Μηνίστρους και τους Βουλατόρους, ενώ τα ακριβοπληρωμένα αεροπλάνα, που το καθένα κοστίζει όσο πέντε νοσοκομεία ή τρία πανεπιστήμια, θα υπερίπτανται σε σχηματισμούς και ο αρχηγός του σμήνους θα εύχεται από τους αιθέρες στους ραγιάδες, χρόνια πολλά…
Θα ακούσω τον «Φαραώ» να λέει πως όλα πάνε περίφημα. Πως οι οίκοι αξιολόγησης, μας αναβάθμισαν. Πως το κράτος δικαίου λειτουργεί ως καλά… λαδωμένη μηχανή! Η Δημοκρατία…. Το Σύνταγμα… Η Δικαιοσύνη… Πως τα μέτρα απέδωσαν. Οι καλύτερες μέρες ήρθαν. Ήρθε η ανάπτυξη. Μειώθηκε η ανεργία. Έπεσε ο πληθωρισμός. Πετύχαμε τους καλύτερους οικονομικούς δείκτες. Ζούμε σε μια χώρα μαγική… Ζήτω το Έθνος!!!
Τρελαίνομαι. Οι αριθμοί αμείλικτοι. Η αλήθεια φωνάζει. Ο κόσμος δυστυχεί. Η ακρίβεια οργιάζει. Το χρέος διπλασιάστηκε. Η χώρα ρημάζει. Πρώτοι στο χρέος στην Ευρώπη. Δεύτεροι στη φτώχεια. Πιάσαμε πάτο. Τα νιάτα ξενιτεύονται αναζητώντας ελπίδα. Οι λέξεις έχασαν το νόημά τους. Λογικό! Εκατοστοί όγδοοι (108οι) στην ποιότητα ενημέρωσης…
Είμαι ο μέσος πολίτης. Σε ποια χώρα ζω; Θέλω να ουρλιάξω μα δεν έχω φωνή. Θέλω να τρέξω, μα δεν έχω πόδια. Θέλω να σηκώσω τα χέρια μου, μα δεν έχω χέρια. Κοιτάζω στον ουρανό. Ένα χελιδόνι. Προσπαθώ να του νεύσω με τα μάτια… Ελπίζω! Έρχεται η Άνοιξη! Μα… «μία χελιδών έαρ ου ποιεί!!!»