Τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο, τον ξέρω από τα φοιτητικά μας χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. Ανήκαμε στην ίδια φοιτητική παράταξη. Στην «Προοδευτική Παράταξη Νέων, Σαρλ Ντε Γκόλ». Μετά το πανεπιστήμιο χαθήκαμε. Τον ξαναβρήκα μια μέρα, τυχαία, όταν είχε βγει από την φυλακή.
Είχε συλληφθεί, στο τέταρτο έτος, γιατί είχε στήσει έναν παράνομο μηχανισμό, με….
μικρόφωνα και μικροκάμερες, προκειμένου να κλέβει, τα θέματα και να γράφει άριστα σε κάποιες εξετάσεις, του πανεπιστημίου. Επίσης με ένα δεύτερο κύκλωμα πουλούσε τα θέματα. Ήταν αρκετά δραστήριος.
Θεωρήθηκε ο εγκέφαλος του φοιτητικού κυκλώματος και οδηγήθηκε για 1,5 χρόνο στον Κορυδαλλό. Του έκανε καλό η φυλακή. Τον ωρίμασε, του λείανε τις γωνίες της σκέψης του, και του πρόσθεσε και μερικά κιλά, ώστε να φτάσει στο φυσιολογικό βάρος της ηλικίας του. «Στύλος», ήταν το παρατσούκλι του, στα χρόνια του πανεπιστημίου, λόγω του ελλιπούς βάρους του.
Αργότερα μέσα στην φυλακή απέκτησε και άλλα προσωνύμια. «Πρόκας» γιατί πάντα κουβαλούσε μια πρόκα πάνω του. «Τανάλιας», γιατί μια μέρα σε έναν καυγά έσφιξε κάποιον τόσο σφιχτά που τον έπνιξε. Και «ρέγκας», γιατί φοβότανε τις ρέγκες.
«Βαγγέλη, χαθήκαμε. Τι κάνεις; Πως είσαι;», του είπα με χαρά, μόλις τον είδα, ένα πρωί του Μάρτη, στα Εξάρχεια. «Αποφυλακίστηκα, πριν 20 μέρες και ετοιμάζομαι, να κάνω το μεταπτυχιακό μου», μου είπε, σφίγγοντάς μου το χέρι. «Έβαλες μυαλό δηλαδή», συμπλήρωσα, κοιτώντας τον στα μάτια. «Δεν χρειάζεται», μου απάντησε, με τρομερή σιγουριά, «αν δεν με είχαν καρφώσει στο πανεπιστήμιο, τώρα θα ήμουν καθηγητής», είπε με κάποιο παράπονο στη φωνή. «Ας είναι, δεν πειράζει ποτέ δεν είναι αργά». Ανταλλάξαμε αριθμούς τηλεφώνων, είπαμε να ξαναβρεθούμε και μετά χαθήκαμε στη βουή του πλήθους.
Μετά από έξι μήνες, άκουσα το όνομά του, να σχετίζεται με το ΠΑΣΟΚ, και τον τότε πρόεδρό του, Ανδρέα Παπανδρέου. «Μεγαλύτερη φυλακή και από τον Κορυδαλλό, είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου», μου είπε σε μια συνάντηση, και πάλι τυχαία, αυτή τη φορά, στον Κολωνό. Η φράση αυτή με εντυπωσίασε, γιατί δυο χρόνια μετά την ξανάκουσα, από τα χείλη, του Γιώργου. Ελαφρώς παραλλαγμένη: «μεγαλύτερη φυλακή και από το Γιεντι κουλε, είναι οι ψευδαισθήσεις μας».
Κάποια μέρα είδα τον Βαγγέλη και στην τηλεόραση, ως εκπρόσωπο του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. «Τα κατάφερα. Δεν ήταν δύσκολο για μένα», μου είπε σε μια τυχαία συνάντησή που είχαμε, μια Παρασκευή, στο Κερατσίνι. «Είμαι στον κλειστό πυρήνα της εξουσίας.», πρόσθεσε φουσκώνοντας από περηφάνια. «Μα καλά», του λέω, «πως τα κατάφερες, πως έκρυψες τα χρόνια της φυλακής;»
Ταραγμένος μου έκλεισε το στόμα, με τράβηξε κάτω από την καμινάδα της ΔΕΗ, και μου είπε, χαμηλόφωνα: «δεν το ξέρει κανείς. Έχω σβήσει όλες τις αποδείξεις. Όποιος τολμήσει να μιλήσει θα πεθάνει», και ένιωθα τα χέρια του σαν τανάλιες να σφίγγουν τον λαιμό μου. Αν δεν πέρναγε τυχαία, από το σημείο, η περιφορά του επιταφίου, δεν ξέρω αν θα επικοινωνούσαμε τώρα.
Είναι η πρώτη φορά που σπάω τη σιωπή μου για το συγκεκριμένο θέμα, γιατί τώρα είμαι σίγουρος πως δεν κινδυνεύω, για το απλό λόγο, ότι ο Βαγγέλης δεν θα υλοποιήσει την απειλή του. Και δεν θα το κάνει γιατί πια είναι σε άλλη διάσταση. Αφήστε που περισσότερο κινδυνεύω, εγώ να χαρακτηριστώ ως μυθομανής, παρά να πιστέψει ο κόσμος, ότι ένας συνταγματολόγος, ήταν κάποτε στην ψειρού.
Άλλωστε με έχει διαβεβαιώσει και ο ίδιος: «έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου με το παρελθόν», μου είπε σε μια τυχαία συνάντησή μας, στο Πικέρμι, «τώρα πια κοιτάω μπροστά».
Η εκτίμησή μου προς το πρόσωπο του υπουργού τώρα και συμφοιτητή μου κάποτε, Βαγγέλη Βενιζέλου είναι γνωστή. Νομίζω μαζί μου ταυτίζεται σχεδόν το σύνολο του ελληνικού λαού. Και μαζί με εμάς ο πρόεδρος Γιώργος, που στην τόσο κρίσιμη στιγμή για την χώρα, τον επέλεξε για τιμονιέρη της οικονομική πολιτικής.
Πάντα θαύμαζα την αυτοπειθαρχία του, τον αυτοέλεγχό του και κυρίως την ικανότητα του, να προσαρμόζεται στις καταστάσεις, αν όχι να τις καθορίζει. «Πρέπει στη ζωή πάντα να είσαι έτοιμος να κάνεις το ντου», μου έλεγε σε μια τυχαία συνάντηση που είχαμε ένα απόγευμα, στο Γαλάτσι. Εγώ δεν άκουσα καλά, και νόμισα ότι, αντί για «ντου», είπε «ντους», και τον αποχαιρέτησα, με απορημένο ύφος.
Πάντα μου δημιουργούσε μια απορία ο Βαγγέλης. Θυμάμαι όταν φοιτητές στην Θεσσαλονίκη, δουλεύαμε
όπως όλα τα φτωχόπαιδα, σε ένα
φαστ φούντ, για να καλύπτουμε τις βασικές ανάγκες μας. Εγώ ήμουν μέσα από τον πάγκο και ετοίμαζα τα μπέργκερ. Ο Βαγγέλης ήταν στο ταμείο, έπαιρνε τις παραγγελίες και ήταν αυτός που φώναζε, «ένα κλαμπ, μια σίζαρ και μια πατάτες, για τον κύριο που είναι μπροστά». Και τόνιζε αυτό το «μπροστά», τόσο που αναγκαζόσουνα να κοιτάξεις ποιος είναι ο κύριος μπροστά. Είχε μια αγάπη στην λέξη «μπροστά», το συνειδητοποίησα και τις προάλλες, όταν τον άκουσα να λέει ότι, η χώρα θα πάει και αυτή μπροστά μπροστά, μάλλον χωρίς μπέργκερ.
Το ταλέντο ενός ανθρώπου, δεν μπορεί να κρυφτεί. Έτσι και το ταλέντο του Βαγγέλη, δεν μπόρεσε να κρυφτεί, ούτε στο μπεργκεράδικο. Σάντουιτς με ληγμένο μπέικον, σαλάτα με κομμένες μισές τις ντομάτες, μπιφτέκι από κιμά, ανακατεμένο με αλεύρι και ελάχιστο γύψο «για να βγάζουμε περισσότερα μπιφτέκια», αυτοσχέδια κέτσαπ με μελάνι, ήταν μερικές από τις ιδέες του, τις οποίες, μας έπεισε να υλοποιήσουμε, χωρίς να γνωρίζει το αφεντικό. Δεν χρειάζεται να σας περιγράψω την σύσταση του λαδιού τηγανίσματος, που χρησιμοποιούσαμε. Ούτε σε τρακτέρ δεν θα το έβαζες.
«Μα δεν είναι σωστό. Τρώνε και μικρά παιδιά», τόλμησα να ψελλίσω μια φορά. «Γιατί είδες κανέναν να πεθαίνει;» με ρώτησε χωρίς να μπορώ να απαντήσω, και συμπλήρωσε, τρώγοντας μια φούχτα πατάτες: «αν είναι γραφτό να πεθάνει κάποιος, δεν θα φταίει το δικό μας λάδι, αλλά το λάδι στο καντήλι του, που έχει τελειώσει. Τα παράπονα σας στον Άγιο Πέτρο».
Στο ταμείο πάντως, ήταν άψογος. Έβαζε τα μπέργκερ μπροστά, στους πελάτες, και τους πελάτες μπροστά από τα μπέργκερ, με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία. Όλοι τον θαυμάζαμε, ακόμη και όταν μάθαμε ότι είναι στην φυλακή, για μια νεανική επιπόλαιη κομπίνα. Θυμάμαι, έλεγε γι αυτή του την απερισκεψία: «κιρσοί της λησμονιάς, περικοκλάδες της φυγής, στον ατέρμονα ουρανό», μια φορά που είχαμε συναντηθεί τυχαία, στην παλαιά Φώκαια.
Μετά το φάστ φούντ τον ξαναείδα σαν κυβερνητικό εκπρόσωπο, του Ανδρέα Παπανδρέου. Τον έβλεπα μπροστά στο μικρόφωνο και νόμιζα ότι θα τον ακούσω να λέει: «δυο πατάτες και δυο μπέργκερ χωρίς μαρούλι, το ένα με διπλό μπέικον». Και να συμπλήρωνε επιτακτικά, «περάστε κύριε μπροστά». Εκείνος έλεγε, διαφορετικά πράγματα, για την πορεία της χώρας, την ανάπτυξη, την προοπτική και την ανάγκη να πάμε μπροστά. Εγώ παρόλα αυτά, που δεν μπορούσα να τον συνηθίσω, άκουγα για μαρούλια και μπέικον. «Τα σημάδια της νιότης, είναι ανεξίτηλα», μου είχε πει σε μια τυχαία συνάντησή μας, στο Πολύγωνο, «ούτε με τον διαβολάκο του λεκέ δεν καθαρίζουν», συμπλήρωσε, με νόημα.
Προχτές που τον έβλεπα, επί μισή ώρα να μιλάει χωρίς κείμενο, και να τονίζει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να πάμε μπροστά, συγκινήθηκα. Προχώρησε αρκετά στην ζωή του, έκανε σημαντικά βήματα. Από την φυλακή, στο μπεργκεράδικο, και από εκεί δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου, και τώρα δίπλα στον Γιώργο Παπανδρέου, στην πιο κρίσιμη στιγμή της χώρας, να θέλει η μοίρα να παίξει με αυτόν το παιχνίδι της. Δεν είναι και λίγο.
«Η ζωή είναι ένα φαστ φούντ, και ο κόσμος θέλει να φάει γρήγορα και φτηνά», μου είπε, μια φορά, που τον είδα τυχαία στο Ξυλόκαστρο, αποκαλύπτοντας το επιστέγασμα της σκέψης του. «Εγώ του το πακετάρω γρήγορα», είπε με νόημα και συμπλήρωσε: «όλα τα άλλα εξαρτώνται από τον Άγιο Πέτρο».
Θύμιος Καλαμούκης από το TROMAKTIKO