¨Το περί δικαίου αίσθημα¨ του Δημήτρη Κ. Τζεμπετζή
Η ιδέα της Δικαιοσύνης και η αντίστοιχη αξία «περί του δικαίου» ενέχει ποικίλες διαστάσεις και έννοιες: οντολογική, ηθική, συμβολική, πραγματική, ρεαλιστική, Όλες τους βεβαίως είναι προσαρμοσμένες στα εκάστοτε κατά τόπους κρατούντα συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτισμικά και αξιακά πλαίσια. Για τον μέγα Πλάτωνα η δικαιοσύνη ήταν ηθική και φυσική αρετή, συνιστώμενη από τη σοφία, το θάρρος και την εγκράτεια. Για τον Αριστοτέλη, η δικαιοσύνη αντανακλάται στην εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου και στην καθημερινή ζωή.
Πέραν όμως του ιδεατού (κοσμοθεωρητικού και βιοθεωρητικού) προτύπου της αξίας του δικαίου και του κατ’ αυτό «δέοντος γενέσθαι», εκτιμάται ότι η αδικία και η ανομία συχνά συγκροτούν παθολογικά και παθογόνα δομικά στοιχεία των κοινωνιών, ιδιαιτέρως δε νοσηρά συστατικά του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, εντός του οποίου το αίσθημα έλλειψης δικαιοσύνης είναι διάχυτο και ενίοτε καθίσταται αφόρητο.
Το κοινό περί δικαίου αίσθημα ή φυσικό δίκαιο (ή όπως απαντάται στη βιβλιογραφία με άλλες συνώνυμες φράσεις του: υπερθετικό, εθιμικό, ιδέα της δικαιοσύνης) είναι το αποκαλούμενο «αιώνιο δίκαιο» ή τουλάχιστον εκείνο που ρέπει προς το αιώνιο, στηριζόμενο σε διαχρονικές ανθρώπινες αξίες και ιδανικά όπως η δικαιοσύνη και η ηθική.
Σύμφωνα με μιαν απλουστευμένη και γενικευτική λογική, το κοινό περί δικαίου αίσθημα αποτελεί νομοτελειακά παραχθέν φυσικό και ιστορικό προϊόν των συγκροτημένων κοινωνιών και των κατ’ ελάχιστον ευνομουμένων κρατών. Νομοτελειακό παράγωγο που ορίζει το δικαιϊκό σύστημα της πολιτείας, σύστημα δηλαδή το οποίο κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων και τα όρια της ελευθερίας του ατόμου στα πλαίσια της διαβίωσης εντός του συγκεκριμένου κοινωνικού, κρατικού και εν τέλει πολιτειακού εθνικού συνόλου.
Βεβαίως προϋποτίθεται ως κομβική θεμελιώδης αρχή όλων των συγχρόνων νομικών συστημάτων ότι, σε μια ευνομούμενη και δη «δημοκρατική» Πολιτεία η σχέση της Πολιτείας με τους πολίτες της ορίζεται με σαφήνεια από το Σύνταγμα και από τους Νόμους που απορρέουν από αυτό. Επίσης, αποτελεί pro forma αναντίρρητη νομική αρχή, πως ο στοιχειώδης απαραίτητος προσδιορισμός της έννομης τάξης έγκειται στο απαρτιωμένο και ανθεκτικό πλέγμα εκείνων των εφαρμοστέων κανόνων, οι οποίοι οριοθετούν σαφώς την «καθολική» σχέση πολίτη-Πολιτείας, αλλά και οδηγούν οπωσδήποτε στην ακριβή συμμόρφωση τόσο του Κράτους, όσο και των πολιτών του στους νόμους. Επιπλέον, όλα τα ανωτέρω δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά της «δικαιϊκής συσκευής» διαποτίζονται σε βάθος και ανεξαιρέτως από το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» του συστατικού αυτής της Πολιτείας Λαού. Πως λοιπόν μπορεί κάθε «διψών την δικαιοσύνην» Έλληνας να σταθεί αδιάφορος ή ατάραχος απέναντι στη δικαιϊκή αναπηρία και τη νομική χαοτικότητα του διωγμού κατά του Αρχηγού, των βουλευτών και των μελών της Χρυσής Αυγής, καθώς κατασχίζεται κάθε συνέπεια κανόνων, αλλά και βιάζεται το αίσθημα περί δικαίου;
Ο «ξανθός Ραδάμανθυς» (Όμηρος, Οδύσσεια, δ’, 564), ο γιός του Διός και της Ευρώπης, που φημιζόταν για τη σοφία και τη δίκαιη κρίση του, συνέταξε δε τον Κρητικό Κώδικα νόμων, μετά τον θάνατό του έλαβε από τον Πλούτωνα εντολή να δικάζει τους νεκρούς στον Άδη, μαζί με τον αδελφό του Μίνωα, άρχοντα των Ηλυσίων πεδίων και τον γενάρχη των Μυρμιδόνων Αιακό, γιό του Διός και της νύμφης Αίγινας, «πιο ευσεβή και δίκαιο άνθρωπο στον κόσμο». Από την μυθικοαρχαϊκή εποχή τους οι νόμοι διέποντο ολοσχερώς από την συναντίληψη αρχών και ηθικής. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα: «Γι αυτό το λόγο ο Μίνωας θέσπισε αυτούς τους Νόμους για τους πολίτες του, εξαιτίας των οποίων η Κρήτη ευημερεί ανέκαθεν, καθώς και η Σπάρτη από τότε που άρχισε να τους χρησιμοποιεί, επειδή οι νόμοι αυτοί είναι θεϊκοί». (Πλάτων, Μίνως, 320 b)». Συνεχίζοντας ο Πλάτων αναφέρει επίσης ότι «οι Κρητών νόμοι ουκ εισίν μάτην διαφερόντως εν πάσιν ευδόκιμοι τοις Έλλησιν.» Συνεπώς, τα οφέλη της ορθής εφαρμογής των νόμων αντικατοπτρίζονται σαφέστατα στο ίδιο το κράτος, το οποίο και ευημερεί.
Το «περί δικαίου» αίσθημα αφορά, κατ’ αρχήν, στο αίσθημα των πολιτών απέναντι στα (καλώς ή κακώς) κείμενα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και λοιπά συλλογικά δεδομένα που υφίστανται εντός της συλλογικότητας των πολιτών. Ως εκ τούτου, το αίσθημα τούτο εκπηγάζει, πέραν πάσης αμφιβολίας από μιαν «οιονεί επαναλαμβανόμενη», πρακτική και ανελαστική θεωρήση των κανόνων οι οποίοι οφείλουν τουλάχιστον να προσδιορίζουν περιοριστικά αν όχι καθοριστικά το όποιο υφιστάμενο νομικό σύστημα. Άρα το «περί δικαίου» αίσθημα μπορεί να έχει ισοβαρή και ουσιαστική ισχύ προς εκείνην των νόμων, αφ’ ης στιγμής οι νόμοι υιοθετούνται «κατ‘ ανάγκην», δηλαδή από την κοινωνική και ιστορική απαίτηση προσαρμογής των θεσμίων στα δεδομένα της κάθε εποχής.
Όπως έγραψε ο νομοθέτης των Θουρίων, ο Αβδηρίτης φιλόσοφος Πρωταγόρας, ουδεμία ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να υπάρξει μη διεπόμενη από το αίσθημα του Δικαίου και της Ηθικής. Οι έννοιες αυτές είναι άρρηκτα αλληλένδετες και κατά τον Πρωταγόρα περιλαμβάνουν την κοινή «περί δικαίου αντίληψη». Αυτή πρέπει να ορίζει τόσο την απονομή της δικαιοσύνης όσο και την λειτουργία του όντως ευνομουμένου κράτους. Πως είναι όμως δυνατόν να θεωρηθεί το σημερινό «ψευτορωμαίϊκο» κράτος ως ευνομούμενο, όταν χαλκεύονται εναντίον των Εθνικιστών διώξεις ανυπόστατες. στηριγμένες σε «συλλογική ευθύνη» ή σε καταστολή ιδεών, μάλιστα δε ενώ ποικίλοι αμετανόητοι ειδεχθείς εγκληματίες αφήνονται ελεύθεροι, ατιμώρητοι ή μετά βραχύτατες ποινές;
Οι νομολογίες των πλείστων ανεπτυγμένων κρατών αναγνωρίζουν βεβαίως τον βαρύνοντα ρόλο και την αξία της αρχής του περί δικαίου αισθήματος. Σε διάφορες περιπτώσεις τα δικαστήρια ανεφέρθησαν στην εφαρμογή της αρχής αυτής δηλώνοντας πως η ποινή πρέπει μεν να συνετίζει τον αδικοπραγούντα και να πτοεί άλλους τρίτους από μίμηση της πράξεώς του, αλλά οφείλει μεταξύ άλλων να εκφράζει και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, Φυσικά η επιμέτρηση του κοινού περί του δικαίου αισθήματος παραμένει στην διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων, όμως επισημαίνεται το γεγονός ότι αυτό το αίσθημα δεν είναι κάποια σκιώδης και αφηρημένη έννοια ούτε διαχωρίζεται από το έργο της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να αποφεύγονται τυχόν ανεπιεικείς και άδικες λύσεις. Επιβάλλεται λοιπόν, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της χρηστής πολιτειακής διοίκησης αλλά και της ανεπηρέαστης και ορθής απονομής της δικαιοσύνης, οι νόμοι να εφαρμόζονται πάντα λαμβανομένου υπόψη του περί δικαίου αισθήματος. Αυτά ακριβώς τα πολύτιμα συστατικά της δικαιοσύνης περιφρόνησε και κατακερμάτισε μια άθλια σπείρα συνωμοτών επιόρκων λειτουργών της Θέμιδος στην υπόθεση του Λαϊκού Συνδέσμου. Σκοτεινοί και ηθικά απαθλιωμένοι νομομαθείς που υπηρετούν «ανόμους σκοπούς» των συγκαλυμμένων συγχρόνων τυράννων.
Η οποιαδήποτε προσβολή του περί δικαίου αισθήματος είναι έκνομη. Δεν μπορούμε λοιπόν να παραμείνουμε δέσμιοι σε διαδικαστικές ακροβατικές τεχνικότητες και άθλιες στρεβλές ερμηνείες, που είναι τουλάχιστον αντίθετες με το λαϊκό αίσθημα. Αυτό το αίσθημα που αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο εκλογικό αποτέλεσμα των προσφάτων Ευρωεκλογών. Τα ελληνικά Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να προστατεύσουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αναγνωρίζοντας ότι η προσβολή του κλονίζει την πίστη στο δίκαιο ουσιαστικά. Αν οι Έλληνες πολίτες έχουν μια υπολειμματική στοιχειώδη πίστη ότι με εμπιστοσύνη στα ελληνικά Δικαστήρια θα συναντήσουν την Δικαιοσύνη και αντ’ αυτού περιφρονηθεί κατάφορα και απροκάλυπτα το αίσθημα του δικαίου, τότε ο πυρήνας της δικαιοσύνης θα συνεχίσει να αποσυντίθεται.
Επ’ αφορμή μιας πρόσφατης εφαρμογής της ανακριτικής διαδικασίας της ελληνικής δικαιοδύνης εναντίον των Χρυσαυγιτών και με τον «κατά νόμον» αναγκαίο τυπικό σεβασμό σε αυτήν, οφείλουμε δυστυχώς να επισημάνουμε και πάλι, την εν μέρει «τυπικά ορθή» λειτουργία μας δομικά λανθασμένου και ιδιότυπα επανδρούμενου νομικού συστήματος, το οποίο αρνείται να παρακολουθήσει μας προκλήσεις του παρόντος και να ψηλαφήσει τον «τύπο των ήλων», παραμένοντας προσκολλημένο μας τροχιοδεικτικές απαιτήσεις μας εκάστοτε πολιτικής εξουσίας.
Απομένει να δούμε αν τελεσφορήσει η συνετή, έντιμη και δίκαιη αντιμετώπιση του προβλήματος που ανέκυψε από την κλιμακούμενη σύγκρουση του περί δικαίου αισθήματος με τον έως τώρα «εκλεκτικά διαβασμένο» νόμο και μας διαδικασίες που καθορίζονται από αυτόν. Αν δηλαδή τελικά στην προαναγγελθείσα «δίκη της Χρυσής Αυγής» η δικαιοσύνη λάμψει και αναχθεί σε πραγματικές βάσεις, δηλαδή αν εκδηλώσει την συμπόρευσή της με το περί δικαίου αίσθημα. Διαφορετικά, η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης (όπως αυτή ορίζεται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, περιορίζεται από κρατούντα συμφέροντα και καθορίζεται από υπόγειες και δυσεβείς παραπολιτικές αθλιότητες), θα συνεχίσει να αντανακλά την φρικώδη, γενικότερη αποσυνθετική και σηπτική κρίση της κοινωνίας και των λειτουργικών θεσμών της.
Στο παρόν κείμενο αποπειραθήκαμε να υπεισέλθουμε θεωρητικά στα άδυτα της αληθούς και ουσιώδους εννοίας του περί δικαίου αισθήματος, καθώς και της ορθής, «πράγματι» απονομής της δικαιοσύνης, που στηρίζεται στην εξεύρεση και στην προστασία της Αλήθειας. Πρωτίστως, η αναζήτηση της δικαιοσύνης πρέπει και οφείλει να στηρίζεται στην «περί δικαίου συνείδηση», με τόλμη και υψηλό αίσθημα των αρχών και των αξιών που υποτίθεται πως ορίζουν το θεμελιώδες στηρικτικό πλέγμα του κράτους μας. Αν δεν αποδοθεί διάφανα, απροκατάληπτα και ανεπηρέαστα η δικαιοσύνη, τότε θα κλονιστεί οριστικά η όποια αναιμική εμπιστοσύνη του Έλληνα πολίτη στα υφιστάμενα δικαστικά θέσμια. Επιπλέον, για μιαν ακόμη φορά θα δικαιωθούμε ως «σφόδρα κατήγοροι» του Μεταπολιτευτικού Καθεστώτος, σε πείσμα των εμπαθών, χολερικών ή εξ επαγγέλματος συκοφαντών και επικριτών μας, παρά τις όποιες περιστασιακές λογικές αναντιστοιχίες στις ρέουσες εκφράσεις του συνόλου πολιτικού δρωμένου οι οποίες μας αφορούν.
Δημήτρης Κ. Τζεμπετζής
Νομικός Σύμβουλος Πελοποννήσου του Λαϊκού Συνδέσμου – Χρυσή Αυγή