Άρθρο του Νίκου Πετρόπουλου, Προέδρου Σ.Σ/ΔΕΗ Μεγαλόπολης
Η νέα ρύθμιση του Υπουργείου Εργασίας, που απαλλάσσει τις προσαυξήσεις για υπερωρίες, νυχτερινή εργασία, Κυριακές και αργίες από τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές, αποτελεί ένα ακόμα βήμα αποδόμησης του αναδιανεμητικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και ταυτόχρονα μετατόπισης του κόστους εργασίας από τον εργοδότη προς το ασφαλιστικό σύστημα και, εντέλει, προς την κοινωνία.
Πίσω από την τεχνική διατύπωση μιας «παρέκκλισης» από τη γενική διάταξη περί εισφορών, κρύβεται μια βαθιά πολιτική επιλογή: η αποσύνδεση ενός ολοένα μεγαλύτερου μέρους της αμοιβής από την ασφαλιστική κάλυψη. Με άλλα λόγια, το κράτος δίνει ένα ακόμη «δώρο» στους εργοδότες, μειώνοντας το μη μισθολογικό κόστος, την ίδια στιγμή που υπονομεύει τις μελλοντικές συντάξεις και παροχές των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει τη ρύθμιση ως μέτρο “διευκόλυνσης της νόμιμης δήλωσης” των υπερωριών, άρα ως μηχανισμό περιορισμού της αδήλωτης εργασίας. Όμως αυτή η επιχειρηματολογία αντιστρέφει την πραγματικότητα: αντί να ενισχύει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και τη διαφάνεια στις σχέσεις εργασίας, επιλέγει να «νομιμοποιήσει» την υποτίμηση της υπερεργασίας μέσω φορο-ασφαλιστικών κινήτρων.
Η δήθεν “απλοποίηση” των κανόνων λειτουργεί ως θεσμική παγίωση μιας μορφής “εργασιακής εκπτώσεως” — μιας οιονεί μερικής απασχόλησης μέσα στην πλήρη εργασία.
Από την πλευρά των εργαζομένων, η φαινομενική αύξηση του καθαρού εισοδήματος είναι πλάνη: τα λίγα ευρώ που “κερδίζει” κάποιος σήμερα επειδή δεν παρακρατούνται εισφορές, τα χάνει πολλαπλάσια στο μέλλον, με τη μορφή μειωμένων συντάξιμων αποδοχών, μικρότερων παροχών, και ενός αποδυναμωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Από θεσμική σκοπιά, η ρύθμιση αυτή συνιστά παρέκκλιση από τη βασική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι εισφορές υπολογίζονται επί του συνόλου των πραγματικών αποδοχών του εργαζομένου, ανεξαρτήτως της προέλευσης ή του χαρακτήρα τους.
Επιπλέον, δημιουργεί ανισότητες μεταξύ εργαζομένων με διαφορετικά προγράμματα ή κλάδους — καθώς εκείνοι που εργάζονται περισσότερο, σε πιο απαιτητικά ωράρια, τελικά θα ασφαλίζονται λιγότερο.
Σε μακροεπίπεδο, η απώλεια ασφαλιστικών εισφορών από ένα ευρύ φάσμα αποδοχών θα επιβαρύνει σημαντικά τα ταμεία, μειώνοντας τη ρευστότητα και αυξάνοντας την εξάρτηση από κρατική χρηματοδότηση. Έτσι, το κράτος θα καλείται αργότερα να καλύψει με φορολογικά έσοδα ό,τι τώρα χαρίζει ως “κίνητρο” στους εργοδότες.
Πίσω λοιπόν από τις λέξεις «διευκόλυνση», «απλοποίηση» και «κίνητρο», κρύβεται μια ξεκάθαρη στρατηγική: η σταδιακή αποδόμηση του συλλογικού, αναδιανεμητικού πυρήνα της κοινωνικής ασφάλισης και η μετατροπή της σε ένα περισσότερο ατομικό, ευέλικτο, “λογιστικό” σύστημα.
Η κατάργηση των ασφαλιστικών προσαυξήσεων δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Είναι πολιτική επιλογή με κοινωνικό κόστος.
Νίκος Πετρόπουλος
Πρόεδρος Συνδέσμου Συνταξιούχων ΔΕΗ Μεγαλόπολης