Πώς η αυξημένη ζήτηση και η παράλληλη μειωμένη παραγωγή έχουν αντιστρέψει τα δεδομένα
Η εποχή του φθηνού φυσικού αερίου έχει τελειώσει, υποστηρίζει το Bloomberg. Το φυσικό αέριο, το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης ήταν σχετικά φθηνό την τελευταία δεκαετία, λόγω της αυξημένης παραγωγής σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Φέτος, όμως, η αυξημένη ζήτηση και η παράλληλη μειωμένη παραγωγή έχουν αντιστρέψει τα δεδομένα.
Αν και το φυσικό αέριο έχει αντικαταστήσει την βλαβερότερη καύση άνθρακα, οι παραγωγοί καλούνται να περιορίσουν ακόμη περισσότερο τις εκπομπές αερίων τους έτσι ώστε να ακολουθήσουν τους νέους περιβαλλοντικούς κανόνες αλλά και τις επενδυτικές τάσεις προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Όπως και να το δει κανείς, το φυσικό αέριο θα αποτελέσει τη μεταβατική πηγή ενέργειας από υδρογονάνθρακες σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τις επόμενες δεκαετίες», ανέφερε ο Chris Weafer, CEO της Macro-Advisory Ltd. «Οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα μεσοπρόθεσμα και θα αυξηθούν μακροπρόθεσμα», υποστήριξε.
Η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί κατά 7% μέχρι το 2024 σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα, σύμφωνα με την International Energy Agency (ΙΕΑ). Η αύξηση αυτή θα συνεχιστεί κατά 3,4% ετησίως μέχρι το 2035, σύμφωνα με ανάλυση της McKinsey & Co.
Η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου θα οδηγήσει σε αύξηση του λειτουργικού κόστους των εργοστασίων και της παραγωγής πετροχημικών, προκαλώντας αυξητικές πληθωριστικές πιέσεις. Για τους καταναλωτές, αυτό μεταφράζεται σε υψηλότερους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου.
Οι αυξητικές τάσεις των τιμών θα επηρεάσουν περισσότερο αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές οι οποίες έχουν αναδιαρθρώσει την ενεργειακή πολιτική τους βασιζόμενες στην προϋπόθεση του φθηνού φυσικού αερίου.
Στην Ευρώπη, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 1.000% από τα χαμηλά τον Μάιο του 2020 λόγω της πανδημίας, ενώ στην Ασία οι τιμές του LNG έχουν εξαπλασιαστεί το τελευταίο έτος. Ακόμη και στις ΗΠΑ όπου οι τιμές κυμαίνονταν σε χαμηλά επίπεδα λόγω της τεχνολογίας άντλησής του, έχουν φτάσει σε ρεκόρ δεκαετίας.
Αν και υπάρχουν συγκεκριμένοι, παροδικοί λόγοι όπως η πανδημία και τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα που αυξάνουν τις τιμές, η οικονομική ανάκαμψη και η καθυστέρηση κατασκευής νέων εργοστασίων LNG οδηγούν σε διαρθρωτική μετατόπιση των ενεργειακών δεδομένων.
Πριν από μια 10ετία, η ΙΕΑ είχε ανακοινώσει πως εισερχόμασταν σε μια «χρυσή εποχή» φυσικού αερίου. Μεταξύ του 2009 και του 2020, η κατανάλωση του φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 30% παγκοσμίως.
Πολλές χώρες θεωρούσαν το φυσικό αέριο ως έναν καλό τρόπο μείωσης των εκπομπών αερίων τους, αφού είναι το «καθαρότερο» ορυκτό καύσιμο και εκπέμπει 50% λιγότερο CO2 σε σχέση με τον άνθρακα.
H ζήτηση δεν έχει περιοριστεί καθόλου. Οι εταιρείες παροχής ενέργειας στην Ευρώπη έχουν μεταπηδήσει στο φυσικό αέριο λόγω των υψηλών τιμών υδρογονανθράκων. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας σχεδιάζουν τη δημιουργία δεκάδων νέων εργοστασίων παραγωγής φυσικού αερίου έτσι ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Gavin Thompson, στέλεχος της Wood Mackenzie «Οι αυξημένες τιμές δε θα οδηγήσουν σε μείωση της ζήτησης την επόμενη δεκαετία».
Συνήθως μια γενικευμένη αύξηση της ζήτησης θα οδηγούσε σε επενδυτικό πυρετό για τη δημιουργία εργοστασίων παραγωγής φυσικού αερίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, οι νέοι περιβαλλοντικοί στόχοι έχουν καθυστερήσει ή ακυρώσει οποιαδήποτε επενδυτικά σχέδια, ενώ η ΙΕΑ υπογράμμισε πως οι επενδύσεις στο φυσικό αέριο θα πρέπει να σταματήσουν εάν ο πλανήτης σκοπεύει να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς του στόχους μέχρι το 2050.
από το newmoney.gr