Με αφορμή, τόσο το ρυθμιστικό υπόμνημα ενημέρωσης και κλήσης προς συμμόρφωση όλων των πολιτών του Δήμου Μεγαλόπολης, από τον Αντιδήμαρχο Πολιτικής Προστασίας Βασίλη Κουρουνιώτη, όσο και τον αντίστοιχο Κανονισμό Πυροπροστασίας Ακινήτων, όπως αυτός τίθεται υπό νέες διατάξεις από το Υπουργείο Περιβάλλοντος (Εγκ.28909/848/15.03.2024), αμφότεροι με στόχευση την πρόληψη μέτρων για προβλέψιμες, καταστροφικές σε κάποιες περιπτώσεις πυρκαγιές, θα ήθελα ταπεινά και χωρίς διάθεση κατήχησης, να καταθέσω εδώ την προσωπική μου άποψη.
α) Η λήψη μέτρων πυροπροστασίας των ακινήτων μας θα πρέπει να μας απασχολεί όχι μόνον σε επίπεδο περιβάλλοντος χώρου, όπως προβλέπεται, αλλά και εντός αυτού. Και θα πρέπει να αποτελεί βασική μας μέριμνα, πέρα από υποχρεωτικές διατάξεις και νόμους. Πρακτικά αυτό σημαίνει την ύπαρξη και συντήρηση κάποιου ή κάποιων πυροσβεστήρων, σε προσβάσιμα σημεία, κατά τρόπον που ακόμα και σε κλίμα πανικού, μπορούν να αποδειχθούν σωτήρια λύση, έστω και από τρίτους, ψυχραιμότερους. Χώροι όπως η κουζίνα, η το καθιστικό που διαθέτει τζάκι ή κάποια ξυλόσομπα, αποτελούν εν δυνάμει εστίες υψηλού κινδύνου. Το κόστος δεν θεωρείται υψηλό και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να τίθεται προς συζήτηση, αφού ζωή και σωματική ακεραιότητα δεν μετριώνται σε χρήμα, ενώ έπεται και η περιουσία.
β) Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και τα οχήματα μας που συνήθως φέρουν, πυροσβεστήρες ληγμένους, μόνο για τον απαραίτητο πιθανό(;) έλεγχο της Τροχαίας. Δεν είναι λίγες βέβαια και οι περιπτώσεις που πολλά αυτοκίνητα δεν έχουν καθόλου πυροσβεστήρα!
γ) Πολύ σοβαρή όμως, θεωρώ πως είναι και η κατάσταση σε σημεία μαζικής συγκέντρωσης ανθρώπων, όπως είναι οι αίθουσες των Πολιτιστικών Συλλόγων της περιοχής μας και όχι μόνο. Υπάρχει εκτεταμένη χρήση εστιών φωτιάς για μαζική εστίαση, ενώ διατηρούν για τη θέρμανση των αιθουσών τους, καυστήρα πετρελαίου, που και αυτός απαιτεί μονάδα πυρόσβεσης στο χώρο τοποθέτησης του.
Και αν σε άλλους παρόμοιους χώρους, όπως εστιατόρια, καφετέριες, δημόσια κτήρια κ.λπ. παρατηρούνται αντίστοιχα φαινόμενα έλλειψης πυροπροστασίας, εκεί υπάρχει, και η δυνατότητα αποφυγής της παρουσίας μας, και η καταγγελία περί κακώς κειμένων, ή παραβάσεων.
Όμως, ανάλογες από μέρους μας κινήσεις, θα ήταν καταστροφικές για ένα Σύλλογο, καθώς από τη μία, η παρουσία όλων μας στις πάσης φύσεως εκδηλώσεις, είναι ζωτικής σημασίας και από την άλλη, οι πιθανές κυρώσεις, από κάποια καταγγελία, είτε θα δημιουργούσαν προβλήματα λογοδοσίας των εκάστοτε Δ.Σ., είτε πολύ χειρότερα, μέσα από ανεπιθύμητες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα.
Κατά συνέπεια και πάντα με γνώμονα το χαμηλό κόστος, στο οποίο όλοι, μπορούμε να ανταπεξέλθουμε, πρέπει να υπάρξει άμεση ανταπόκριση στην πρόληψη και τα μέσα που θα εξασφαλίζουν, πρωτίστως τη ζωή μας και τις περιουσίες μας και δευτερευόντως, τη νομική μας κατοχύρωση, όταν πρόκειται για δημόσια χρήση εγκαταστάσεων. Άλλωστε, σε επίπεδο Συλλόγων και Φορέων, τα εκάστοτε Συμβούλια, πέραν των άλλων υποχρεώσεων, οφείλουν να ενδιαφέρονται και για την ασφάλεια των ανθρώπων που εξυπηρετούν, κάτι που δεν περιορίζεται βέβαια, μόνο στην πυροπροστασία, αλλά και σε άλλου είδους μέτρα πρόληψης και προστασίας για μέσα ή εγκαταστάσεις, όπως παιδικές χαρές, σκαλοστάσια, στέγαστρα κ.λπ. που ωστόσο, δεν αποτελούν σημεία αναφοράς στο παρόν άρθρο.
Παναγιώτης Παγιώτας.