Γράφει ο Ι.Γ. Ασημακόπουλος
(Το διήγημα είναι παρμένο από τη συλλογή του «Απαύγασμα ψυχής» που πρόκειται να εκδοθεί στο εγγύς μέλλον).
Ο Γενάρης είχε γλυκάνει λίγο. Τα αδέρφια του που πήγαιναν στο σχολείο, είπαν πως είναι οι αλκυονίδες ημέρες. Κάτι τέτοιο λέει, τους είπε ο δάσκαλος. Αυτός δεν κατάλαβε…
Η μάνα από το πρωί έτρεχε πάνω κάτω, κουβαλώντας και στοιβάζοντας πράματα, μονολογώντας: «Καλά ήταν οι γιορτές. Έλα που έχουν μαζευτεί ένας αρμακάς απαλλαξίδια και πρέπει να πλυθούν;»
Το πλύσιμο ήταν πραγματικός εφιάλτης για τη μάνα, γιατί έπρεπε να πάει στο κοντινό κεφαλάρι.

Πρωί – πρωί, αφού μάζεψε τις δουλειές στο σπίτι, τακτοποίησε τον παππού και τη γιαγιά που ήταν τυφλή. Τους άναψε το τζάκι για να είναι ζεστά. Έφερε το γαϊδουράκι κοντά στη στοίβα που είχε μαζέψει νωρίτερα. Φόρτωσε το λεβέτι, τα τρίποδα, τη σκάφη, την πυροστιά και το σάκο με τ’ άπλυτα. Έβαλε σ΄ ένα ψωμοσάκουλο λίγο ψωμί, τυρί και λίγες ελιές. Τον πήρε από το χέρι και μπροστά το γαϊδουράκι πίσω εκείνοι με τα πόδια, κίνησαν για το κεφαλάρι, κάπου μισή ώρα δρόμο.
Σαν έφτασαν, ξεφόρτωσε. Έστησε το λεβέτι στην πυροστιά, το γέμισε νερό από την κορύτα, μάζεψε ένα γύρο ξύλα και άναψε τη φωτιά. Έβαλε τη σκάφη στα τρίποδα. Έφτιαξε θελόσταχτη4σ’ ένα κουβά και περίμενε να κάψει το νερό.
Αυτός ακροπατώντας, έκανε κατά το ρέμα ανάμεσα στις ιτιές και στα πλατάνια ψάχνοντας για καβουρότρυπες. Σαν τον είδε του ‘βαλε τις φωνές…
-«Έι! Μη πατάς στα νερά. Θ’ αρρωστήσεις και τι θα σε κάνω. Α! Έλα δω τώρα που το νερό ζεστάθηκε. Έλα να σε κάνω μπάνιο.»
Σαν τ’ άκουσε ανατρίχιασε.
-«Ρε μάνα με τούτο το κρύο θα με κάνεις μπάνιο;»
-«Όχι θα σε αφήσω να πιάσεις ψείρες. Δε βλέπεις την καπίτσα στα πόδια σου; Κοντεύεις να αποκτήσεις δεύτερη πέτσα…»
-«Ναι αλλά μόνο εμένα πλένεις. Τ’ αδέρφια μου πότε θα τα πλύνεις;»
-«Το βράδυ σα γυρίσουν από το σχολείο θα δεις… Θα μας ακούσει όλο το χωριό.»
Δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Πλησίασε. Τον γύμνωσε. Τον ανέβασε όρθιο στη σκάφη. Τουρτούριζε. Μουτσόκλαιγε…
-«Το νερό είναι ζεστό. Δεν κρυώνεις. Μην είσαι υπερβολικός. Είναι ωραία…»
-«Ωραία! Εμένα μου λες;» Σκεφτόταν, αλλά δεν τόλμησε να το ξεστομίσει.
-«Έλα, σκύψε να σε λούσω. Κλείσε τα μάτια σου μη σε τσούξει το σαπούνι…»

Του έριξε ζεστό νερό με το μπακιρένιο κανάτι στο κουρεμένο με την ψιλή κεφάλι του κι άρχισε να τρίβει δυνατά με μια πλάκα σαπούνι σαν αγκωνάρι. Τον πόνεσε. Με τα μάτια σφαλιστά έβαλε τις φωνές, κι άρχισε να κουνάει τα χέρια του στα τυφλά, προσπαθώντας να την απωθήσει.
-«Ρε μάνα πιο σιγά. Πονάει σου λέω. Σαν πέτρα είναι αυτό το σαπούνι σου λέω. Πονάει…»
Εκείνη τον κοπάνησε μια ελαφριά με το σαπούνι και του ‘βαλε τις φωνές.
-«Κάτσε καλά γιατί θα σε μπερνταχίσω. Άσε με παιδάκι μου να σε πλύνω να τελειώνουμε καμιά φορά…»
Το παιχνίδι ήταν χαμένο. Ηρέμησε. Τον ξέβγαλε. Τον σκούπισε στεγνά. Τον κατέβασε από τη σκάφη. Τον έβαλε να πατήσει σε μια πλακολίθρα και τον έντυσε με καθαρά ρούχα. Του φόρεσε τα παπουτσάκια του, και του έβαλε μια μπουκίτσα ψωμί στην τσεπούλα του.
-«Μη το φας αυτό το ψωμάκι. Είναι φυλαχτό…»
Τον χαϊδολόγησε και τον φίλησε απαλά στο κεφαλάκι του λέγοντας:
-«Αχ!Ντζιουτζιούλι είναι το παιδάκι μου…»
Τον τύλιξε με μια κουβερτούλα, τον έβαλε να καθίσει στο πεζούλι πλάι στο λεβέτι που έκαιγε η φωτιά, του έδωσε και λίγο ψωμί με τυρί να ξεγελάσει την πείνα του και κείνη ρίχτηκε στη σκάφη με τ’ απαλλαξίδια…
Γλωσσάρι:
Αρμακάς = στοίβα
Πυροστιά, η= Σιδερένος τριγωνικός τρίποδας που επάνω έβαζαν την κατσαρόλα ή το λεβέτι και από κάτω άναβαν φωτιά.
Απαλλαξίδια = Άπλυτα ρούχα που βγάζουμε όταν αλλάζουμε
Κορύτα = πέτρινη σκαλισμένη γούρνα σε πηγές
Θελόσταχτη = Η αλισίβα για το πλύσιμο των ρούχων
Καπίτσα = βρωμιά, λέρα
Μπερντάχι = Ξυλοφόρτωμα
Πλακολίθρα = Πέτρινη πλάκα
Ντζιουτζιούλι = Μαμαδίστικη κουβεντούλα για το λουσμένο παιδί της