Γράφει ο Ι.Γ. Ασημακόπουλος
Χρονιάρες μέρες. Χριστούγεννα. Πρωτοχρονιά. Φώτα. Οι μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης, μας λέγανε στο σχολείο. Στολίδια, κάλαντα, φανφάρες, στολισμένα δέντρα, χαράς ευαγγέλια. Έρχεται ο Μεσσίας. Μόνο που εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια έρχεται, αλλά προκοπή δεν είδε η ανθρωπότητα. Πάντα συνεχίζονται κανιβαλισμοί ανθρώπων, γενοκτονίες λαών, επαίσχυντοι πόλεμοι στο όνομα κάποιου θεού και τα λογής ιερατεία να ευλογούν «τα όπλα τα ιερά». Παράνοια…
Αλλά όλα αυτά είναι μια μεγάλη κουβέντα που ξεκίνησε πριν δυο χιλιάδες χρόνια κι ακόμα συνεχίζεται χωρίς αποτέλεσμα. Ίσως αυτό ακριβώς είναι που δίνει άλλοθι στους παγκόσμιους εγκληματίες και νομιμοποιούν τις εγκληματικές πράξεις τους…
Από τη γωνιά του «café» που καθόταν με τη γεύση του καφέ στον ουρανίσκο, οι σκέψεις του ενεργοποιήθηκαν με το «last Christmas» και τη φωνή του George Michael από το ραδιόφωνο. Τα γράμματα της εφημερίδας που διάβαζε άρχισαν να χορεύουν στα μάτια του.
Βέβαια, το «Last Christmas», είναι ένα ερωτικό μελαγχολικό τραγούδι που παιχνιδίζει με αισθήματα και αναμνήσεις από τα περασμένα Χριστούγεννα, από σχέσεις ερωτικές, που έκλεισαν τον κύκλο τους. Μα τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει κάποιον να δώσει άλλα λόγια στη μουσική και άλλο πρόσωπο στο αγαπημένο που λείπει τούτα τα Χριστούγεννα. Έτσι στο τέλος μένει μια απογοήτευση, μια πικρία από τη ζωή που δεν κρατά για πάντα, και για τους αγαπημένους που έφυγαν για πάντα…
Μέσα από αυτές τις σκέψεις ήρθε και κάθισε πλάι του η μακαρίτισσα η μάνα του, που κοντά είκοσι χρόνια έχει φύγει από τη ζωή, μα πάντα είναι στη σκέψη του. Και τούτες τις μέρες η έλλειψη της πονάει.
Τη θυμάται ακούραστη, για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα στο σπίτι χρονιάρες μέρες. Έδινε γεύση και νοστιμιά σε ότι έπιανε. Νικούσε τη φτώχεια με χαμόγελο. Ακόμα και το ψωμί που έψηνε τα Χριστούγεννα ήταν αλλιώτικο. Είχε άλλη γεύση. Άλλη νοστιμιά. Μοναδική…
«Γιατί ρε μάνα τούτο το ψωμί είναι πιο νόστιμο; Τι βάζεις μέσα;»
«Τίποτα παραπάνω δεν βάζω. Το ευλογεί ο Χριστός παιδάκι μου… Κοίτα. Επάνω έχω ζωγραφίσει το σπίτι μας. Να! Εγώ κι ο Πατέρας σας. Εσύ, ο μικρότερος. Ο αδερφός σου και η αδερφούλα σας. Να και τα ζωντανά μας. Το σκυλί μας. Κι εκεί στην άκρη έχω ζωγραφίσει το φτωχό που απόψε δεν έχει να φάει ψωμάκι, να του δώσει ο Χριστός από το δικό μας, να χορτάσει. Όλους μας ευλογεί απόψε ο Χριστός. Γι αυτό είναι τόσο νόστιμο το ψωμί…».
Η μάνα μοιραζόταν τη φτώχεια της με αξιοπρέπεια. Κράταγε να δώσει κατιτίς από αυτά που έφτιαχνε σε κάποια άλλη, το ίδιο φτωχή, οικογένεια του χωριού, για το καλό. Για την αγάπη. Για την κατανόηση στο κοινό Γολγοθά που ανέβαιναν.
Έτσι γινόταν πιο ελαφριά η φτώχεια χρονιάρες μέρες, γιατί ένοιωθε πως την μοιράζεται με τον διπλανό της με αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια. Και πλημμύριζε χαρά. Τη χαρά της αγάπης, της ανιδιοτελούς προσφοράς, της αλληλεγγύης…
Όταν την είδε να μπαίνει στο «CAFE»,σταμάτησε την περιπλάνηση στις παιδικές του αναμνήσεις. Ήταν μια σχετικά νέα γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, κρατώντας μια τσάντα κι ένα πακέτο κάλτσες. Απόρησε…

«Μέρες που είναι, ποιος ξέρει τι σταυρό κουβαλάει η φουκαριάρα και βγαίνει να πουλήσει κάλτσες για να μη την πουν ζητιάνα. Η αξιοπρέπεια βλέπεις χαρακτηρίζει περισσότερο τους φτωχούς…» σκέφτηκε, και ασυναίσθητα την ακολούθησε με το βλέμμα. Πέρασε απ’ όλα τα τραπέζια ζητώντας από τους ανθρώπους να πάρουν κάτι από την πραμάτεια της. Τίποτα. Απογοητευμένη κινήθηκε προς την έξοδο. Χωρίς να πολυσκεφτεί τη φώναξε.
«Κυρία, έρχεστε λίγο;»
«Μάλιστα…» αποκρίθηκε και πλησίασε.
«Τι πουλάς;»
«Κάλτσες κύριε. Πέντε ζευγάρια το πακέτο, με πέντε ευρώ…»
Στην τσέπη του είχε μόνο ένα δεκάευρο, αλλά είπε να το μοιραστεί μαζί της. Ίσως εκείνη να το είχε μεγαλύτερη ανάγκη…
«Φέρε μου ένα πακέτο, και δώσε μου ρέστα από δεκάευρο…», της είπε, και βγάζοντας το χαρτονόμισμα, της το έδωσε. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό του. Το πήρε και μέχρι να πει δυο κουβέντες, η «κύρια» είχε γίνει καπνός… Η «κυρία» δεν ήταν καθόλου κυρία, αλλά μια ψιλικατζού απατεώνισσα…
«Φαίνεται πως το είχε πολύ ανάγκη…» σκέφτηκε γελώντας για την αφέλειά του. Μεσολάβησε βλέπεις και το τηλεφώνημα. Εκεί την πάτησε. Όχι πως θα την καταλάβαινε. Απλά θα έπαιρνε τα ρέστα…
«Αυτές τις μέρες ευδοκιμούν κάτι τέτοια φρούτα. Ντύνονται την τάχα αξιοπρεπή φτώχεια. Την τάχα στεναχώρια. Παίρνουν κι ένα περίλυπο ύφος. Σου ξυπνάνε συναισθήματα συμπόνοιας και οίκτου. Αν ρωτήσεις σου πετάνε στα γρήγορα κι ένα παραμύθι δυστυχίας και ανημπόριας. Σου θυμίζουν ίσως και κάποια δικά σου βιώματα. Εσύ τσιμπάς, χρονιάρες μέρες γαρ, και την πατάς. Ακόμα και η διακονιά στις μέρες μας εμπλουτίστηκε και εκσυγχρονίστηκε με μπόλικη υποκριτική τέχνη…»
«O tempora, o mores!!!» (Ω καιροί, ώ ήθη…)