Η Μαρίσα Τσώρτσιλ ζει στην Αμερική αλλά έχει ρίζες από την Μεγαλόπολη! Η γιαγιά της όμως είχε παλαιότερα ζαχαροπλαστείο στην Μεγαλόπολη και της δίδαξε πολλά.
Διαβάζουμε γι αυτήν σε ρεπορτάζ από το Πρώτο Θέμα σχετικά με την ιστορία της.
Αν το παρατσούκλι της οικογένειάς σου είναι «μπουκιά», τότε ο νόμος των πιθανοτήτων λέει πως ή παχύσαρκος θα καταλήξεις ή μάγειρας ή έστω καλοφαγάς. Στην περίπτωση της –λιπόσαρκης κατά κοινή ομολογία- Μαρίσα Τσώρτσιλ συνέβη το δεύτερο. Η Ελληνοαμερικανίδα διατροφολόγος και μια από τις γνωστότερες pastry chefs στις Ηνωμένες Πολιτείες επιστρέφει για τα καλά στις ρίζες των παππούδων της, αποφασίζοντας να επελάσει στα πάτρια εδάφη, στον τόπο που, όπως μου λέει, ένιωσε ότι βρήκε το σπίτι της. Και ξεκινά τη διατροφική «σταυροφορία» της στη χώρα που εσχάτως λατρεύει οτιδήποτε άπτεται της γαστρονομίας με μία σειρά τριών σεμιναρίων.
Στο ντεμπούτο της μπροστά σε ελληνικό κοινό στο ξενοδοχείο Divani Caravel μοιράστηκε μαζί μας τρεις αγαπημένες συνταγές διασημοτήτων του Χόλιγουντ. Την πουτίγκα που λατρεύει ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και η Σίντι Κρόφορντ, τα λατρεμένα μάφιν της Όπρα Γουίνφρεϊ καθώς και τα cupcakes, γνωστό και ως εθνικό ελληνικό γλυκό τα τελευταία χρόνια, που συνηθίζει να ετοιμάζει για τα στούντιο του George Lucas. Το πιο εντυπωσιακό με την Τσώρτσιλ δεν είναι ο τρόπος που ετοιμάζει και μεταλαμπαδεύει τις συνταγές της στους μαθητές που με ζέση την παρακολουθούν αλλά ο χειρισμός των ελληνικών της. Παρότι δε διδάχθηκε τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα και ξεκίνησε να τα μαθαίνει μόλις πριν από 11 χρόνια, όταν επισκέφθηκε το γενέθλιο τόπο των παππούδων της, επιμένει να μιλά σπαστά ελληνικά και να επιστρατεύει σπανίως τον αγγλοσαξονικό λεξιλογικό θησαυρό της.
Φορώντας τη μαγειρική ποδιά του Food Network, σήματος-κατατεθέντος για την αμερικανική γαστρονομική σκηνή, η Τσώρτσιλ φτιάχνει σχεδόν στο πι και φι την αγαπημένη πουτίγκα του Ρόμπερτ ντε Νίρο ενώ παράλληλα απενοχοποιεί τις γλυκές αλχημείες της, αφού δημιουργεί γλυκά όχι προσθέτοντας αλλά αφαιρώντας θερμίδες. Πώς το επιτυγχάνει; Χαμένη στο λαβύρινθο των 200 ειδών στέβια (σ.σ. φυτικό γλυκαντικό), όπως μου εξηγεί, πειραματιζόμενη ως άλλη επίδοξη χημικός στην κουζίνα της και χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες χαμηλών λιπαρών όπου μπορεί. Όλα αυτά δε συμβαίνουν δίχως κόπο, χρόνο και πολλές αποτυχίες.
Θυμάται μάλιστα και μου αφηγείται την πρώτη φορά που επιχείρησε να φτιάξει αλλιώς τους αγαπημένους κουραμπιέδες της γιαγιάς της, η οποία διατηρούσε ζαχαροπλαστείο στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας.
Η νεαρή pastry chef γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο από Αμερικανό πατέρα και ελληνικής καταγωγής μητέρα, τη Βελιώτα Παρασκευοπούλου, καθηγήτρια, της οποίας οι ρίζες κρατάνε από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας.
Μου τονίζει μάλιστα πως οι εν λόγω κουραμπιέδες ήταν τόσο φημισμένοι που η ιστορία θέλει μέχρι και τον τότε βασιλιά της Ελλάδας να είχε γοητευτεί από την ατόφια βουτυράτη γεύση τους. Η Μαρίσα λοιπόν ανακαλεί πως την πρώτη φορά που προσπάθησε να μεταφέρει την εμβληματική γιαγιαδίστικη συνταγή στον κόσμο των χαμηλών λιπαρών και των «ξέγνοιαστων» θερμίδων απλώς απογοήτευσε τον εαυτό της. Πράγμα λογικό, αφού, όπως εξηγεί, δεν είναι εύκολο να «μιμηθείς» την αρχετυπική γεύση ενός γλυκού δημιουργώντας ένα νέο γλυκό με χαμηλά λιπαρά και αριθμό θερμίδων που δε θα σε στείλει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.
Μετά την πουτίγκα του Ντε Νίρο, η Μαρίσα ως άλλη δασκάλα χωρίζει τους μαθητές της σε δύο ομάδες. Οι μεν θα επιχειρήσουν να φτιάξουν τα μάφιν που ξετρέλαναν την Όπρα και χάρισαν στη Μαρίσα μια θέση αρθρογράφου στο περιοδικό της, οι δε αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν cupcakes με επικάλυψη λευκής σοκολάτας και μπαχαρικών. Και εδώ ξεκινά ο σάλος, αφού κάθε μέλος της κάθε ομάδας αναδεικνύει από μέσα του το ελληνικό σύνδρομο «εγώ ξέρω καλύτερα», με αποτελέσματα σχεδόν ολέθρια για την «ψυχική» ισορροπία των υλικών.
Τουτέστιν, το αλεύρι τριπλοκοσκινίζεται, ένας κρόκος αυγού που προσπαθεί να διαχωριστεί από το ασπράδι κοντεύει να εξελιχθεί σε κοτοπουλάκι από την πολύωρη παραμονή του στη χούφτα μιας κυρίας, το ντιμπέιτ για την
ταχύτητα στην οποία πρέπει να χρησιμοποιείται το μίξερ προκαλεί τζετ λαγκ και στον πιο σκληραγωγημένο αναδευτήρα. Ευτυχώς, η σεφ, που έχει κολλήσει μπόλικα ένσημα στο αμερικανικό Top Chef και στην εκπομπή Sweet Adventures ενώ αυτήν την περίοδο έχει αναλάβει την παρουσίαση του «A Cooking Odyssey» -είναι η σειρά που θα παρουσίαζε ο Βασίλης Καλλίδης-, είναι εκεί για να παρέμβει και να δώσει τη δική της σολομώντεια λύση. Ευτυχώς, οι συμμετέχοντες δεν ανακατεύονται στο ψήσιμο, ώστε να τεθούν εκ νέου φιλοσοφικά ζητήματα, όπως «ψήσιμο στον αέρα VS ψησίματος στις αντιστάσεις».
Το αναλαμβάνουν οι σεφ του ξενοδοχείου. Έπειτα από ένα τέταρτο ο τόπος μοσχομυρίζει ατόφια καπκεϊκίλα και μασίφ μαφινίλα. Οι επίδοξοι ζαχαροπλάστες γεύονται τις δημιουργίες τους και ρουφούν σαν τα σφουγγάρια τις συμβουλές της Ελληνοαμερικανίδας μέντορά τους. Ακούραστα και αγόγγυστα η Μαρίσα απαντά σε κάθε ερώτηση, λύνει κάθε απορία, εξηγεί μέχρις εξαντλήσεως των βιολογικών αποθεμάτων της την εναλλακτική προσέγγισή της στην τέχνη της ζαχαροπλαστικής. Πριν αποχωρίσω ελεύθερος από θερμίδες και λιπαρά αλλά με μια γλυκιά επίγευση στο στόμα τη ρωτώ, εν μέρει εντυπωσιασμένος από τη skinny σιλουέτα της: «Εσύ τα γλυκά σου τα τρως;». «Δε φαίνεται;», μου απαντά με τα χαριτωμένα σπασμένα ελληνικά της και την αυτοπεποίθηση πως η γλύκα των γλυκών της δεν καταλήγει σε σοκαρισμένες συσπάσεις προσώπου πάνω μια αγκομαχούσα ζυγαριά.
Από το Πρώτο Θέμα